εξηγηματικός
Смотреть что такое "εξηγηματικός" в других словарях:
εξηγηματικός — ή, ό (AM ἐξηγηματικός, ή, όν) [εξήγημα] επεξηγηματικός, ερμηνευτικός αρχ. ο ικανός στη διήγηση … Dictionary of Greek
ἐξηγηματικά — ἐξηγηματικός having a gift for exposition neut nom/voc/acc pl ἐξηγηματικά̱ , ἐξηγηματικός having a gift for exposition fem nom/voc/acc dual ἐξηγηματικά̱ , ἐξηγηματικός having a gift for exposition fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγηματικώτερον — ἐξηγηματικός having a gift for exposition adverbial comp ἐξηγηματικός having a gift for exposition masc acc comp sg ἐξηγηματικός having a gift for exposition neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγηματικόν — ἐξηγηματικός having a gift for exposition masc acc sg ἐξηγηματικός having a gift for exposition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)